ονήτωρ

ονήτωρ
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Πατέρας του Φρόντιδα, κυβερνήτη του πλοίου του Μενέλαου, του οποίου την προσωπογραφία φιλοτέχνησε ο μεγάλος ζωγράφος Πολύγνωτος σε τοιχογραφία στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς.
2. Ιερέας του Δία στο όρος Ίδη της Τροίας, του οποίου τον γιο Λαόγονο σκότωσε ο Μυριόνης.
II
Αθηναίος, γιος του Φιλωνίδη, ένας από τους επίτροπους του ανήλικου Δημοσθένη, που διαχειρίστηκε ανέντιμα την πατρική περιουσία του και κατακράτησε ένα μέρος από αυτήν.
* * *
ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- τού ὀνίνημι* + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ὀνήτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήτωρ — beneficial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνήτορα — Ὀνήτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήτορα — ὀνήτωρ beneficial masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνήτορι — Ὀνήτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήτορι — ὀνήτωρ beneficial masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνήτορος — Ὀνήτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήτορος — ὀνήτωρ beneficial masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνήτορ' — Ὀνήτορα , Ὀνήτωρ masc acc sg Ὀνήτορι , Ὀνήτωρ masc dat sg Ὀνήτορε , Ὀνήτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήτορ' — ὀνήτορα , ὀνήτωρ beneficial masc acc sg ὀνήτορι , ὀνήτωρ beneficial masc dat sg ὀνήτορε , ὀνήτωρ beneficial masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”